ανανέωμα
Смотреть что такое "ανανέωμα" в других словарях:
ανανέωμα — το (Μ ἀνανέωμα) [ἀνανεῶ ( όω)] η ανανέωση* … Dictionary of Greek
ανανεώνω — (Μ ἀνανεώνω) και ἀνανεῶ ( όω) (Α ἀνανεῶ) (Ν και ανανιώνω, Α ἀνανεοῡμαι, όομαι) κάνω κάτι πάλι νέο, τού ξαναδίνω ισχύ, τό επαναλαμβάνω εκ νέου νεοελλ. 1. κάνω κάτι πάλι καινούργιο, τό παρουσιάζω με βελτιωμένη μορφή, φρεσκάρω 2. αντικαθιστώ κάτι… … Dictionary of Greek
ανανέωση — ανανέωση, η και ανανέωμα, το, ατος το να ανανεώνει κανείς: Η άδειά σου οδήγησης χρειάζεται ανανέωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)